Ἐνυοῦς

Ἐνυοῦς
Ἐνυώ
Enyo
fem nom/voc pl
Ἐνυώ
Enyo
fem gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ενυάλιος — Αρχαία πολεμική θεότητα. Δεν έχει αποσαφηνιστεί αν Ε. ήταν απλώς προσωνύμιο του Άρη, όπως απαντά στον Όμηρο, ή θεότητα, η οποία, τουλάχιστον αρχικά, ήταν αυτοτελής. Οι μεταγενέστεροι συγγραφείς τον θεωρούν γιο του Άρη και της Ενυούς ή του Κρόνου… …   Dictionary of Greek

  • ζωστήρας — ο (AM ζωστήρ) 1. η ζώνη που περιβάλλει τη μέση, το ζωνάρι 2. καθετί που περιβάλλει σαν ζώνη κάτι άλλο 3. φρ. ιατρ. «ζωστήρας ή έρπης ζωστήρας» εξάνθημα τού δέρματος, είδος φυσαλλώδους δερματικής εκθύσεως νεοελλ. 1. η στρατιωτική ζώνη από την… …   Dictionary of Greek

  • κυδοιμός — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν η προσωποποίηση του θορύβου της μάχης· μάλιστα εικονίζεται μαζί με την Έριδα και την Κήρα πάνω στην ασπίδα του Αχιλλέα. Ο Κ. αναφέρεται ως γιος του Πολέμου στην Ειρήνη του Αριστοφάνη και στο… …   Dictionary of Greek

  • Άρης — I Θεός του πολέμου και από τους μεγαλύτερους θεούς της ελληνικής, αλλά και της λατινικής μυθολογίας. Γιος του Δία και της Ήρας ή μόνο της Ήρας που έμεινε έγκυος με την επαφή άνθους ή της Ενυούς (γι’ αυτό και ονομάζεται Ενυάλιος), που όμως… …   Dictionary of Greek

  • Κηφισόδοτος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος στρατηγός (5ος αι. π.Χ.). Ο Ξενοφών αναφέρει πως συμμετείχε στη μάχη στους Αιγός Ποταμούς. 2. Κ. ο πρεσβύτερος (5ος 4ος αι. π.Χ.). Γλύπτης. Πιθανότατα ήταν πατέρας του Πραξιτέλη. Κανένα γνήσιο έργο του δεν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”